- μονοχίτων
- μονοχίτωνwearing only the tunicmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονοχίτων — μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ) αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.) (μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα αρχ. (για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο… … Dictionary of Greek
Монохитон — • Μονοχίτων, у Гомера (Ноm. Od. 14, 488) οι̉οχίτων назывался тот человек, который сверх нижнего платья или рубах не надевает верхнего платья (περιβόλαιον) … Реальный словарь классических древностей
μονοχιτώνων — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοχίτωνα — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοχίτωνας — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοχίτωνες — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοχίτωνι — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοχίτωνος — μονοχίτων wearing only the tunic masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοχιτωνία — μονοχιτωνία, ἡ (Μ) [μονοχίτων] το να φορά κάποιος μόνο τον χιτώνα … Dictionary of Greek